- πλατύτερον
- πλατύςwidemasc acc sgπλατύςwideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARSENIUS — I. ARSENIUS Monachus primo, postea Patriarcha Constantinopolitan. sub Theodoro Lascare Iuniore Synopsin Canonum, ex Concilii et Patribus in Concilio Trullano approbatis, collegit, circa A. C. 1255. in qua, accuratâ methodô, universam Canonicae… … Hofmann J. Lexicon universale
MONACHA Vestis — Graece Μοναχὴ, in Periplo Rubri Maris, Καὶ ὀθόνιον Ι᾿νδικὸν τὸ πλατύτερον, ἡ λεγομένη Μοναχὴ καὶ σαγματογῆναι καὶ περιζώματα καὶ καινάκαι; sigularis est e lino Indico vestis vel tunica, cui σαγματογήνη (lege σαγματοπήνη) opposita. Vocatautem… … Hofmann J. Lexicon universale
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek